φράξινος

φράξινος
Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται πριν από τα φύλλα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 4 είδη, που το πιο κοινό είναι γνωστό με την ονομασία φράξος, φραξιά, μέλεγος και μελιός. Φυτρώνει κυρίως σε υγρές περιοχές. Ο φράξος είναι ψηλό δέντρο, που μπορεί να φτάσει σε ύψος 35 μ. Ζει περίπου 200 χρόνια. Το ξύλο του είναι σκληρό, κιτρινόλευκο, με ανθεκτικές και ίσιες ίνες. Είναι το ελαστικότερο από όλα τα ευρωπαϊκά ξύλα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή βαρελιών για ξηρές ουσίες. Ο φλοιός του είναι αντιπυρετικός και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται για την παρασκευή διουρητικών και αντιρρευματικών εγχυμάτων. Από τα φύλλα του φράξου παρασκευάζεται κυρίως στη Γαλλία ένα δροσιστικό ποτό. Στην Ελλάδα ευδοκιμούν 2 είδη φ. στη Θράκη και, κυρίως, στα υγρά δάση. Το φυτό φράξινος ή φράξος.
* * *
-η, -ο, Ν
1. κατασκευασμένος από ξύλο φράξου
2. το αρσ. ως ουσ. ο φράξινος
βοτ. γένος δασικών δένδρων τής οικογένειας ελαιίδες, κν. φράξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράξο + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος). Η λ. ως όρος τής βοτανικής είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fraxinus < λατ. fraxinus (πρβλ. και φράξο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φράξινος — η, ο ο καμωμένος από ξύλο φράξου (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • φράξο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ.) του νομού Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστανέας. * * * το, και φράξος, ο και η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού γένους φράξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. frax inus] …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”